- παρερμηνεύει
- παρερμηνεύωmisinterpretpres ind mp 2nd sgπαρερμηνεύωmisinterpretpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραμματολικριφίς — γραμματολικριφίς, ο (Α) αυτός που παρανοεί ή παρερμηνεύει το νόημα τών κειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + λικριφίς «από τα πλάγια, πλαγίως»] … Dictionary of Greek
ομηροπάτης — ὁμηροπάτης και ὁμηραπάτης, ὁ (Α) 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ξενοφάνους) αυτός που σκώπτει, που περιπαίζει τον Όμηρο και τις διηγήσεις του σχετικά με τους θεούς και τους ήρωες ή αυτός που διαστρεβλώνει, παρερμηνεύει τα ομηρικά έπη 2. κατ άλλους, η … Dictionary of Greek